- ἐνστάσις
- ἐνστάσῑς , ἔνστασιςoriginfem acc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔνστασις — origin fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστάσει — ἔνστασις origin fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐνστάσεϊ , ἔνστασις origin fem dat sg (epic) ἔνστασις origin fem dat sg (attic ionic) ἐνστά̱σει , ἐνίστημι put aor subj act 3rd sg (epic doric) ἐνστά̱σει , ἐνίστημι put fut ind mid 2nd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστάσεις — ἔνστασις origin fem nom/voc pl (attic epic) ἔνστασις origin fem nom/acc pl (attic) ἐνστά̱σεις , ἐνίστημι put aor subj act 2nd sg (epic doric) ἐνστά̱σεις , ἐνίστημι put fut ind act 2nd sg (doric) ἐνστάζω drop in aor subj act 2nd sg (epic) ἐνστάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστάσεσι — ἔνστασις origin fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστάσεσιν — ἔνστασις origin fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστάσης — ἔνστασις origin fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐνστά̱σης , ἐνίστημι put aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστάσιες — ἔνστασις origin fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνστασιν — ἔνστασις origin fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένσταση — η (AM ἔνστασις) [ενίστημι] αντίρρηση, αντίθεση σε επιχείρημα ή άποψη νεοελλ. 1. ισχυρισμός τον οποίο προβάλλει ο εναγόμενος εναντίον τής εις βάρος του αγωγής ή αντιπρόταση άλλου δικαιώματος του 2. φρ. «ένσταση απαρτίας» αντίρρηση που υποβάλλεται… … Dictionary of Greek
крамола — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. στάσις) восстание, мятеж; (греч. ἔνστασις) спор,… … Словарь церковнославянского языка